καταπλημμυρώ

καταπλημμυρώ
καταπλημμυρώ και καταπλημμυρίζω καταπλημμύρησα και καταπλημμύρισα, καταπλημμυρισμένος
1. κατακλύζω με νερά, ξεχειλίζω: Ο ποταμός καταπλημμύρισε τα χωράφια.
2. γεμίζω κάτι από κάποιο πράγμα: Η Ιαπωνία καταπλημμύρισε την Ευρώπη με φτηνά είδη.
3. αμτβ., γεμίζω: Καταπλημμύρισε η αγορά από σύκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπλημμυρώ — (AM καταπλημ[μ]υρῶ, έω) βλ. καταπλημμυρίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμυρίζω — και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ έω) (επιτ. τ. τού πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο») νεοελλ. μτφ. 1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία… …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”