- καταπλημμυρώ
- καταπλημμυρώ και καταπλημμυρίζω καταπλημμύρησα και καταπλημμύρισα, καταπλημμυρισμένος1. κατακλύζω με νερά, ξεχειλίζω: Ο ποταμός καταπλημμύρισε τα χωράφια.2. γεμίζω κάτι από κάποιο πράγμα: Η Ιαπωνία καταπλημμύρισε την Ευρώπη με φτηνά είδη.3. αμτβ., γεμίζω: Καταπλημμύρισε η αγορά από σύκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.